επιτυχία

επιτυχία
η (AM ἐπιτυχία) [επιτυχής]
αίσια και ευτυχής έκβαση, ευδοκίμηση, ευόδωση, τελεσφόρηση (α. «επιτυχία στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῑς μάχαις ἐπιτυχίαν», Πολ.)
μσν.
σύνοδος, συνάντηση, σχέση («τὸ διακαὲς τοῡ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας ἀναψύχοντες», Φώτ.)
αρχ.
1. τύχη, ευτυχία («ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί», Ιπποκρ.)
2. πλεονέκτημα, υπεροχή, κέρδος
3. έργο, επιχείρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτυχία — ἐπιτυχίᾱ , ἐπιτυχία luck fem nom/voc/acc dual ἐπιτυχίᾱ , ἐπιτυχία luck fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτυχίᾳ — ἐπιτυχίᾱͅ , ἐπιτυχία luck fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτυχία — η 1. αίσια έκβαση, ευόδωση, ευδοκίμηση. 2. επίτευξη, πραγμάτωση, εκτέλεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτυχίας — ἐπιτυχίᾱς , ἐπιτυχία luck fem acc pl ἐπιτυχίᾱς , ἐπιτυχία luck fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτυχίαι — ἐπιτυχίᾱͅ , ἐπιτυχία luck fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτυχίαν — ἐπιτυχίᾱν , ἐπιτυχία luck fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτυχιῶν — ἐπιτυχία luck fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτυχίαις — ἐπιτυχία luck fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτυχίην — ἐπιτυχία luck fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτυχίης — ἐπιτυχία luck fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”